ὑαινίς

ὑαινίς
ὑαινίς,
A v. ὕαινα 11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υαινίς — ίδος, ἡ, Α θαλάσσιο ψάρι, ύαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαινα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. σφυρ ίς), βλ. και λ. ύαινα] …   Dictionary of Greek

  • ὑαινίδες — ὑαινίς hyena fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”